- οπισθόθολος
- ο1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού παραθύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + θόλος].
Dictionary of Greek. 2013.